Φυσικά ξέχασα το πώς γεννήθηκα, δεν ξέρω πως θα ήταν να θυμάσαι τη διαδικασία του να βγαίνεις στον κόσμο. Μπορεί να ήταν τρομακτικό, ή από την άλλη συναρπαστικό. Ή και τα δύο. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι θυμάμαι πολλές στιγμές ή και καταστάσεις που βίωσα στην παιδική ηλικία. Αυτό μου επιτρέπει να μιλήσω με ειλικρίνεια και σιγουριά γι’ αυτά τα χρόνια. Δε μπορώ να πω ότι ήμουν «φυσιολογικό» παιδί. Όπως ορίζεται το «φυσιολογικό» με βάση την πλειονότητα. Ούτε φώναζα, ούτε τσίριζα, ούτε μάλωνα. Μάλλον ήμουν το πιο φυσιολογικό παιδί. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ανέκαθεν ήθελα να φάω τον κόσμο!
Ξέρεις, τα παιδιά έχουν όρεξη να ζήσουν. Να μάθουν, να ανακαλύψουν, να γευτούν, να νιώσουν, να δουν… να μυρίσουν. Είναι περίεργα. Κάνουν τους detective και τους μυστικούς πράκτορες σε παιχνίδια γιατί αυτό που τους αρέσει είναι να ανακαλύπτουν. Να εξερευνούν. Χρησιμοποιούν όλες τους τις αισθήσεις για να «πιάσουν» ό,τι περισσότερο μπορούν.
Το κάθε τι, την αίσθηση, την εικόνα, τη μυρωδιά, την αφή, ακόμη και την ονομασία του. Να μάθουν πως το λένε «αυτό» κι «εκείνο». Γιατί το λένε έτσι. Ποιος του έδωσε αυτό το όνομα, πότε, κι άλλα τέτοια πολλά. Δεν έχουν ακόμη ταμπέλες για τα πράγματα, τους ανθρώπους ή τον εαυτό τους.
Το κάθε τι, είναι αυτό που είναι. Μια καρέκλα, είναι. Ένα δέντρο, είναι. Ο εαυτός τους, είναι. Είναι αυτό που είναι. Έτσι αν ρωτήσεις ένα παιδί, «τι είναι αυτό αγάπη μου;», δείχνοντας για παράδειγμα ένα δέντρο, το πιο πιθανό είναι ότι δε θα πάρεις απάντηση. Είναι δεδομένο για το παιδί ότι «είναι», τελεία. Είναι αυτό που είναι. Τι πάει να πει «τι είναι;», δεν το νιώθεις; Είναι. Όπως κι εσύ, είσαι. Υπάρχεις. Τέλος.
Αν όμως το ρωτήσεις «πως το λένε αυτό αγάπη μου;» τότε θα το ονοματίσει. Θα βάλει μια ταμπέλα. Θα πει, «αυτό είναι (ονομάζεται) δέντρο». Κι έτσι θα αρχίσει να συνδέει συνειρμικά πως «λένε» το κάθε τι. Ακόμη και τον εαυτό του. Όταν ρωτάς το παιδί «πως σε λένε;» ή «πες μωρό μου το ονοματάκι σου στην κυρία/κύριο», τότε το παιδί λέει το όνομά του βάζοντας ταμπέλα στον εαυτό του. Ξαφνικά είναι ο Νάσος, ο Νίκος, ο Γιώργος, η Μαντώ, Η Μάγδα, η Μυρτώ. Παύει να είναι αυτό που είναι. Γίνεται κάποιος. Όπως και όλα ξαφνικά γίνονται «κάτι». Μα πριν ήταν πολλά περισσότερα από κάτι. Όμως είναι εντάξει. Δεν αντιστέκεται. Αποδέχεται ακολουθεί και μαθαίνει.